σιδηροτόκος

From LSJ
Revision as of 22:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροτόκος Medium diacritics: σιδηροτόκος Low diacritics: σιδηροτόκος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: sidērotókos Transliteration B: sidērotokos Transliteration C: sidirotokos Beta Code: sidhroto/kos

English (LSJ)

ον,    A producing iron, AP9.561 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 880] Eisen erzeugend, hervorbringend, βῶλος Ἰβηριάδος, Philp. 68 (IX, 561).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροτόκος: -ον, ὁ παράγων, γεννῶν σίδηρον, Ἀνθ. Π. 9. 561.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit du fer.
Étymologie: σίδηρος, τίκτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἀρρενο-τόκος.

Greek Monotonic

σῐδηροτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που παράγει, γεννά σίδηρο, που περιέχει σίδηρο, σιδηρούχος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροτόκος: рождающий железо (βῶλος Ἰβηριάδος Anth.).

Middle Liddell

σῐδηρο-τόκος, ον, τίκτω
producing iron, Anth.