σκληροποιός
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
όν, A making hard, hardening, Plu.2.953c.
German (Pape)
[Seite 901] hart machend, härtend, Plut. de primo trigido 18.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροποιός: -όν, ὁ ποιῶν τι σκληρόν, ὁ σκληρύνων, Πλούτ. 2. 953C.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui rend dur, qui durcit.
Étymologie: σκληρός, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που σκληρύνει κάτι, που καθιστά σκληρό κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ποιός].
Russian (Dvoretsky)
σκληροποιός: делающий твердым (τὸ ψυχρόν Plut.).