σεληνιασμός
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ὁ, A epilepsy, Vett.Val.127.6, al.
German (Pape)
[Seite 870] ὁ, die Mondsucht, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνιασμός: ὁ, ἐπιληψία, ἱερὰ νόσος καθ’ Ἱπποκράτην, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 478F, Ὠριγέν. 3. 578Β· πρβλ. σεληνιάζομαι.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σεληνιάζομαι
η νόσος επιληψία, που, σύμφωνα με παλαιότερη αντίληψη, οφειλόταν στην βλαβερή επίδραση της Σελήνης και τών φάσεών της.