σεληνιασμός

From LSJ
Revision as of 22:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνιασμός Medium diacritics: σεληνιασμός Low diacritics: σεληνιασμός Capitals: ΣΕΛΗΝΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: selēniasmós Transliteration B: selēniasmos Transliteration C: seliniasmos Beta Code: selhniasmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A epilepsy, Vett.Val.127.6, al.

German (Pape)

[Seite 870] ὁ, die Mondsucht, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνιασμός: ὁ, ἐπιληψία, ἱερὰ νόσος καθ’ Ἱπποκράτην, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 478F, Ὠριγέν. 3. 578Β· πρβλ. σεληνιάζομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σεληνιάζομαι
η νόσος επιληψία, που, σύμφωνα με παλαιότερη αντίληψη, οφειλόταν στην βλαβερή επίδραση της Σελήνης και τών φάσεών της.