συμβεβηκότως

From LSJ
Revision as of 23:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβεβηκότως Medium diacritics: συμβεβηκότως Low diacritics: συμβεβηκότως Capitals: ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: symbebēkótōs Transliteration B: symbebēkotōs Transliteration C: symvevikotos Beta Code: sumbebhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of συμβαίνω,    A per accidens, Nicom.Ar.1.1, Syrian. in Metaph.169.24.

German (Pape)

[Seite 978] adv. part. perf. act. zu συμβαίνω, zufälligerweise, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμβεβηκότως: Ἐπιρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ συμβαίνω, = κατὰ συμβεβηκός, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, μνημονεύεται ἐκ Νικομ. Ἀριθμ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συμβεβηκώς, -ότος του συμβαίνω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συμβεβηκώς, -ότος του συμβαίνω.