συνάθροισμα

From LSJ
Revision as of 23:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάθροισμα Medium diacritics: συνάθροισμα Low diacritics: συνάθροισμα Capitals: ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΜΑ
Transliteration A: synáthroisma Transliteration B: synathroisma Transliteration C: synathroisma Beta Code: suna/qroisma

English (LSJ)

ατος, τό,    A assemblage, Apollon.Lex. s.v. ἀγορά.

German (Pape)

[Seite 997] τό, das Gesammelte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνάθροισμα: τό, συνάθροισις, Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμηρ. ἐν λ. ἀγορά· συνάθροισμα τῶν Ἰουδαίων, συνέλευσις, συμβούλιον, Ἀθαν. τ. 2, σ. 224Β.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).