συναιγλία
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
A v. συναικλία. συναΐδιος· συνυπάρχων, Hsch.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.