συνοφρύωμα

From LSJ
Revision as of 08:06, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοφρύωμα Medium diacritics: συνοφρύωμα Low diacritics: συνοφρύωμα Capitals: ΣΥΝΟΦΡΥΩΜΑ
Transliteration A: synophrýōma Transliteration B: synophryōma Transliteration C: synofryoma Beta Code: sunofru/wma

English (LSJ)

ατος, τό,    A meeting of the eyebrows, frowning Sch.Il.17.136, EM364.8.

Greek (Liddell-Scott)

συνοφρύωμα: τό, ἡ τῶν ὀφρύων συνάντησιςἕνωσις, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 136, Ἐτυμολ. Μέγ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνοφρυοῦμαι / συνοφρυώνομαι
σούφρωμα τών φρυδιών από λύπη ή δυσαρέσκεια.