σχίδιον

From LSJ
Revision as of 08:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχίδιον Medium diacritics: σχίδιον Low diacritics: σχίδιον Capitals: ΣΧΙΔΙΟΝ
Transliteration A: schídion Transliteration B: schidion Transliteration C: schidion Beta Code: sxi/dion

English (LSJ)

[ῐ], τό, Dim. of σχίζα, in Lat. form    A schidium, Vitr.2.1.4.    II = βάθρον 6, Ruf. ap. Orib.49.26.1.    III σχίδια· ὠμόλινα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1056] τό, 1) dim. vom Vorigen. – 2) im plur. gezupfte Leinwand, Wundfaden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σχίζα, πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1.

Greek Monolingual

τὸ, Α σχίδα
1. υποκορ. μικρή σχίζα
2. μηχάνημα επινοημένο από τον Ιπποκράτη για την ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων του μηρού ή της κνήμης
3. δόρυ
4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. σχίδια
«ὠμόλινα».