συσσεύω

From LSJ
Revision as of 08:11, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσεύω Medium diacritics: συσσεύω Low diacritics: συσσεύω Capitals: ΣΥΣΣΕΥΩ
Transliteration A: sysseúō Transliteration B: sysseuō Transliteration C: sysseyo Beta Code: susseu/w

English (LSJ)

   A urge on together, βοῶν κάρηνα h.Merc.94; συνεσσεύοντο Ποιναί Orph.A.982.

Greek (Liddell-Scott)

συσσεύω: ὁμοῦ θέτω εἰς κίνησιν, ὁμοῦ ἐπισπεύδω, βοῶν κάρηνα Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 94· συνεσσεύοντο Ποιναὶ Ὀρφ. Ἀργ. 980.

French (Bailly abrégé)

pousser ensemble ou en même temps;
Moy. συσσεύομαι s’élancer ensemble.
Étymologie: σύν, σεύω.

Greek Monolingual

Α
θέτω μαζί σε κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, διώχνω»].

Greek Monotonic

συσσεύω: θέτω μαζί σε κίνηση, επισπεύδω συλλήβδην· βοῶν κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

συσσεύω: (только aor. συνέσευα) вместе гнать вперед, погонять (βοῶν κάρηνα HH).

Middle Liddell


to urge on together, βοῶν κάρηνα Hhymn.