σύζωμα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ατος, τό, A girdle, A.Supp.462 (pl.).
German (Pape)
[Seite 972] τό, Zusammengürtung, Gurt, Aesch. Suppl. 457.
Greek (Liddell-Scott)
σύζωμα: τό, ζώνη, Αἰσχύλ. Ἱκ. 462.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α συζώννυμι
ζώνη, ζωστήρας.
Russian (Dvoretsky)
σύζωμα: ατος τό пояс Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύζωμα -ατος, τό [συζώννυμι] gordel, riem, ceintuur.