σωστέος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
α, ον, A to be saved, Aristid.Or.24(44).37. II σωστέον one must save, E.HF1385; you must be saved, Ar.Lys.501.-- The form σωτέος is cited by Hsch., Phot., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σωστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ σῴζειν, Ἀριστείδ. 1. 566· ἴδε ἀρκτέον. ΙΙ. οὐδ., δεῖ σῴζειν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1385. Ἀριστοφ. Λυσ. 501. - Ὁ τύπος σωτέος εὕρηται παρ’ Ἡσυχ., Σουΐδ. καὶ Φωτ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de σῴζω.
Russian (Dvoretsky)
σωστέος: adj. verb. к σώζω.