τεκνοδαίτης
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ου, ὁ, (δαίω (Β) , δαίνυμι) A devouring his children, Orac. ap.Paus.8.42.6.
German (Pape)
[Seite 1082] ὁ, der seine Kinder verzehrt, Or. bei Paus. 8, 42, 6.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω Β, δαίνυμι) ὁ καταβιβρώσκων τὰ τέκνα του, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8, 42, 6.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που τρώει τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -δαίτης (< δαίτης < δαίομαι «μοιράζω, τρώω»), πρβλ. ξενο-δαίτης].