τεραμότης
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ητος, ἡ, A softness, Thphr.CP4.12.10.
German (Pape)
[Seite 1092] ητος, ἡ, Weichheit, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰμότης: -ητος, ἡ, μαλακότης, ἁπαλότης, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 10.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α
η ιδιότητα του μαλακού, απαλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεράμων + κατάλ. -ότης (πρβλ. μείων: μειότης)].