τραυματισμός

From LSJ
Revision as of 09:08, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυμᾰτισμός Medium diacritics: τραυματισμός Low diacritics: τραυματισμός Capitals: ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: traumatismós Transliteration B: traumatismos Transliteration C: travmatismos Beta Code: traumatismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A wounding, Ruf. ap. Suid. s.v. Ῥοῦφος.

Greek (Liddell-Scott)

τραυμᾰτισμός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, περὶ τραυματισμοῦ ἄρθρων, οὕτως ἐπεγράφετο ἓν ἐκ τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἰατροῦ Ρούφου, Εὐδοκ. Μακ. Ἰωνιὰ 371, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ροῦφος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τραυματίζω
πρόκληση σωματικής βλάβης από εξωτερική βία που προσβάλλει ταυτόχρονα την ανατομική υφή, τη μορφολογία και τη λειτουργία ιστών και οργάνων του ανθρώπινου σώματος, πλήγωμα
νεοελλ.
μτφ. ηθικό ή ψυχικό πλήγμα
αρχ.
φρ. «Περὶ τραυματισμοῦ ἄρθρων» — ένα από τα συγγράμματα του Εφέσιου γιατρού Ρούφου.