φάνσις
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
εως, ἡ, A = φάσις (A) 11.1, Porph. ap. Eus.PE3.4, Suid. s.v. ἐπιτολῆς. II morning twilight, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φάνσις: -εως, ἐμφάνισις, π. χ. ἐμφάνισις ἢ ἐπιτολὴ ἀστέρος Πορφύρ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 92C, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἐπιτολῆς.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ
1. (για αστέρα) επιτολή
2. λυκαυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. φᾰν- του φαίνω + κατάλ. -σις (πρβλ. φάσις)].