χαλκοθήκη
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
ἡ, a building on the Acropolis of Athens, IG22120, 1469.84. II case for bronze vessels, provided specially for those of value, Ath.6.231d.
German (Pape)
[Seite 1331] ἡ, Behältniß für Kupfer od. Kupfergeschirr, Ath. VI, 231 d.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοθήκη: ἡ, θήκη ἢ ἀποθήκη πρὸς ἐναπόθεσιν χαλκῶν σκευῶν μάλιστα πολυτίμων, Michaelis Παρθεν. σ. 346· «ἐκ ποτηρίων χαλκῶν ἔπινον οἱ σφόδρα δοκοῦντες πλουτεῖν, καὶ τὰς θήκας τούτων ὠνόμαζον χαλκοθήκας» Ἀθήν. 231D.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
αρχαιολ. οικοδόμημα της Ακρόπολης τών Αθηνών, μεταξύ του Παρθενώνα και τών Προπυλαίων, όπου στεγάζονταν χάλκινα αφιερώματα στην Αθηνά
μσν.-αρχ.
θήκη χάλκινων αντικειμένων, ιδίως πολύτιμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + θήκη.