χρέμψ

From LSJ
Revision as of 10:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρέμψ Medium diacritics: χρέμψ Low diacritics: χρέμψ Capitals: ΧΡΕΜΨ
Transliteration A: chrémps Transliteration B: chremps Transliteration C: chremps Beta Code: xre/my

English (LSJ)

a kind of    A fish, prob. = χρόμις, Arist.HA534a8 (v.l. χρέψ).

German (Pape)

[Seite 1371] ein Fisch, Arist. H. A. 4, 8.

Greek (Liddell-Scott)

χρέμψ: εἶδος ἰχθύος, μνημονευομένου μεταξὺ τῶν ὀξυηκόων ἰχθύων, τοῦ κεστρέως καὶ λάβρακος, κλπ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18 (διάφορ. γραφ. χρέψ, ἀλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁδηγοῦν ἡμᾶς εἰς διάκρισιν τοῦ γένους ἢ τῆς κλίσεως).

Greek Monolingual

και χρέψ, ὁ, Α
είδος ψαριού, ο χρέμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. χρέμπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

χρέμψ: (род и склон. неизвестны) хремпс (вид рыбы, отличающейся тонким слухом) Arst.