δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
Full diacritics: χοιράγχη | Medium diacritics: χοιράγχη | Low diacritics: χοιράγχη | Capitals: ΧΟΙΡΑΓΧΗ |
Transliteration A: choiránchē | Transliteration B: choiranchē | Transliteration C: choiragchi | Beta Code: xoira/gxh |
ἡ, A = ὑάγχη, Sophr.98.
[Seite 1362] ἡ, = ὑάγχη, Sophron. bei Apoll.
χοιράγχη: ἡ, = ὑάγχη, Σώφρων 86 Ahr.
ἡ, ΜΑ, δωρ. τ. χοιράγχα Α
η ὑάγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -άγχη (< ἄγχω «πιέζω, σφίγγω»), πρβλ. κυν-άγχη, ὑ-άγχη].