ἀγώνισις
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ἡ, A a contending for a prize, Th.5.50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώνῐσις: ἡ, (ἀγωνίζομαι) τὸ ἀγωνίζεσθαι χάριν βραβείου, Θουκ. 5. 50.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. ἀγωνισμός.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 competición Th.5.50.
2 intento, esfuerzo Procop.Arc.1.4.
Greek Monotonic
ἀγώνῐσις: ἡ (ἀγωνίζομαι), αγώνας για βραβείο, μάχη, διαγωνισμός για έπαθλο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγώνισις: εως ἡ Thuc. = ἀγωνισμός.
Middle Liddell
ἀγωνίζομαι
contest for a prize, Thuc.