τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Full diacritics: ἀκλήιστος | Medium diacritics: ἀκλήιστος | Low diacritics: ακλήιστος | Capitals: ΑΚΛΗΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: aklḗistos | Transliteration B: aklēistos | Transliteration C: akliistos | Beta Code: a)klh/istos |
ον, A v. ἄκλειστος.
ἀκλήιστος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἄκλειστος. ΙΙ. (κλείζω), ἀνώνυμος, ἄδοξος, Γρηγ. Ναζ.
v. ἄκλῃστος.
(I)
ἀκλήιστος, -ον (Α)
άκλειστος.
(II)
ἀκλήιστος, -ον (Α) κληίζω
ο δίχως φήμη, άδοξος.