ἀκροβολιστής
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A = -βόλος ΙΙ, X.Cyr.6.1.28. II mounted bowman or javelineer, Ascl.Tact.7.1, Ael.Tact.2.13, Arr.Tact. 4.5.
German (Pape)
[Seite 83] ὁ, der aus der Ferne schießt, Plänkeler, Xen. Cyr. 6, 1, 28, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβολιστής: -οῦ, ὁ, = τῷ Ἑπομ., Ξεν. Κύρ. 6.1, 28.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui lance des traits de loin, tirailleur.
Étymologie: ἀκροβολίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 milit. escaramuzador, cazador τοῦτο ἐν ἀκροβολιστῶν μέρει εἶναι (el grueso de la infantería) quedaba reducido al papel de escaramuzadores X.Cyr.6.1.28.
2 tirador montado Ascl.Tact.7.1, Ael.Tact.2.12, 13, Arr.Tact.4.5.
Greek Monolingual
ο (Α ἀκροβολιστής) ἀκροβολίζομαι
νεοελλ.
στρατιώτης (πεζός ή ιππέας) που μετέχει σε ακροβολιστική διάταξη
η γραμμή τών ακροβολιστών λέγεται και αλυσίδα ακροβολιστών
αρχ.
1. αυτός που μάχεται, που βάλλει από μακριά
2. έφιππος τοξότης ή ακοντιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροβολίζομαι.
ΠΑΡ. ακροβολιστικός].
Greek Monotonic
ἀκροβολιστής: -οῦ, ὁ, = το επόμ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροβολιστής: οῦ ὁ застрельщик Xen.