ἀνεπικηρύκευτος
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
[ρῡ], ον, A = ἀκήρυκτος, Hsch.; πολέμιοι Procop.Aed.4.1.
German (Pape)
[Seite 224] VLL., = ἀκήρυκτος, ohne gütliche Unterhandlungen durch Herolde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπικηρύκευτος: -ον, = ἀκήρυκτος, Ἡσύχ., Προκόπ. π. Κτισμ. σ. 66Β.
Spanish (DGE)
-ον
no declarado por heraldo πολέμιοι ἀνεπιχηρύχευτοί τε καὶ ἀνεπίμικτοι enemigos entre los que no se admiten heraldos ni hay tratos, e.d. implacables Procop.Aed.4.1.6.