ἀπανδρόομαι
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
A become a man, come to maturity, E.Ion53, Luc. Am.26; ἀπηνδρώθησαν αἱ μῆτραι viro maturae factae sunt, Aret.SD 1.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανδρόομαι: γίνομαι ἀνδρικός, φθάνω εἰς ἥβην, ἡβάσκω, Εὐρ. Ἴων 53, Λουκ. Ἔρωτ. 26· σφριγῶ, ἀπηνδρώθησαν αἱ μῆτραι, Λατ. viro mature factae sunt, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.
Greek Monotonic
ἀπανδρόομαι: Παθ., ανδρώνομαι, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, σε Ευρ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανδρόομαι: мужать Eur., Luc.