ἀρέομαι

From LSJ
Revision as of 14:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρέομαι Medium diacritics: ἀρέομαι Low diacritics: αρέομαι Capitals: ΑΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aréomai Transliteration B: areomai Transliteration C: areomai Beta Code: a)re/omai

English (LSJ)

Ion. for ἀράομαι (q.v.), v.l. in Hdt.    II fut. of ἄρνυμαι (q. v.), prob. l. in Pi.P.1.75.[ᾰ].

German (Pape)

[Seite 348] ion. = ἀράομαι, Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρέομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀράομαι, Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀράομαι.

Spanish (DGE)

v. ἄρνυμαι.

Greek Monolingual

(I)
ἀρέομαι ιων. (Α)
βλ. αρώμαι.
(II)
ἀρέομαι (Α) άρνυμαι
(μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω.

Greek Monotonic

ἀρέομαι: Ιων. αντί ἀράομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρέομαι: ион. = ἀράομαι.