ἀρσενικόν

From LSJ
Revision as of 15:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρσενικόν Medium diacritics: ἀρσενικόν Low diacritics: αρσενικόν Capitals: ΑΡΣΕΝΙΚΟΝ
Transliteration A: arsenikón Transliteration B: arsenikon Transliteration C: arsenikon Beta Code: a)rseniko/n

English (LSJ)

τό,    A yellow orpiment, Arist.Pr.966b28, Thphr.Lap.40 (ἀρρεν-), Dsc.5.104, Str.15.2.14, Lyc. ap. Orib.8.25.15:—also ἀρρενική, ἡ, Gall.12.212. (Cf. Hebr. zarnī΄q.)

German (Pape)

[Seite 361] τό, Arsenik, Galen.; auch ἀρσενίκιον, Arist. plant. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρσενικόν: τό, κίτρινον θειοῦχον ἀρσενικὸν (οὐχὶ τὸ κοινῶς λεγόμενον ἀρσενικόν), Ἀριστ. Πρβλ. 38. 2, Θεοφρ. π. Λιθ. (κατὰ τὸν τύπον ἀρρεν-), Διοσκ. 5. 121, Στράβ. 726· ἴδε τὴν λέξ. σανδαράκη: ― ὡσαύτως, ἀρσενίκιον, τό, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 10, ἴδε Εὐστ. 913. 59.

Greek Monolingual

ἀρσενικόν και ἀρρενικόν, το και ἀρρενική, η (Α)
η κίτρινη σανδαράχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προελεύσεως. Ο τ. ανάγεται στο περσ. zarnīq «χρυσός, αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού» (πρβλ. νεώτ. περσ.-αραβ. zarnīx, zarnīq «αρσενικό»). Στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Σημιτικής (πρβλ. συρ. zarnīka «αρσενικό»), αφού συσχετίστηκε παρετυμολογικά με τους τ. αρρενικός, αρσενικός].

Russian (Dvoretsky)

ἀρσενικόν: τό предполож. желтый аурипигмент, по друг. мышьяк Arst.

Frisk Etymological English

ἀρρενικόν
Grammatical information: n.
Meaning: arsenic (Arist.).
Other forms: Also ἀρρενική f. (Gal.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] orient.
Etymology: Word of oriental origin, finally from MPers. *zarnīk golden, gold-coloured (cf. NPers. zarnīx, zarnīq id. and s. χλόη, χλωρός), prob. through a Semitic language (Syr. zarnīkā ), reshaped after ἀρσενικός, ἀρρενικός manly. Schrader-Nehring Reallex. s. v.

Frisk Etymology German

ἀρσενικόν: ἀρρενικόν
{arsenikón}
Forms: auch ἀρρενική f.
Grammar: n.
Meaning: Arsenik (Arist., Thphr., Str. usw.).
Etymology : Orientalisches LW, letzter Hand aus mpers. *zarnīk golden, goldfarbig (vgl. npers.-arab. zarnīx, zarnīq Arsenik und s. zu χλόη, χλωρός), wohl durch semitische Vermittlung (syr. zarnīkā Arsenik) mit volksetymologischem Anschluß an ἀρσενικός, ἀρρενικός männlich. Lewy Fremdw. 55 nach Lagarde; vgl. noch Hübschmann IF 19, 457 m. A. 4, Schrader-Nehring Reallex. s. v.
Page 1,152