ἀσφαραγέω

From LSJ
Revision as of 15:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφᾰρᾰγέω Medium diacritics: ἀσφαραγέω Low diacritics: ασφαραγέω Capitals: ΑΣΦΑΡΑΓΕΩ
Transliteration A: aspharagéō Transliteration B: aspharageō Transliteration C: asfarageo Beta Code: a)sfarage/w

English (LSJ)

(ἀ- euph., σφαραγέω)    A resound, clang, of armed men, Theoc.17.94 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 381] (α euphon.), rauschen, tosen, Theocr. 17, 94, Mein. lies't ἀμφαγέρονται.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφᾰρᾰγέω: (α εὐφων. σφαραγέω) ἀντηχῶ, κλαγγὴν ποιῶ, ἐπὶ ἐνόπλων ἀνδρῶν, πολλοὶ δὲ οἱ ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀσφαραγεῦντι Θεόκρ. 17. 94· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ πολλοῖ δὲ μιν ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀμφαγέρονται.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire du bruit par entrechoquement en parl. d’un homme en armes.
Étymologie: ἀ, σφαραγέομαι.

Greek Monotonic

ἀσφᾰρᾰγέω: μέλ. -ήσω (α ευφωνικό, σφαραγέω), αντηχώ, δημιουργώ οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσφᾰραγέω: бряцать, лязгать (χαλκῷ Thuc. - v. l. к ἀμφαγείρομαι).

Middle Liddell

σφαραγέω, to resound, clang, of armed men, Theocr.