ἀσφαλτώδης
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ες, A full of or like asphalt, Arist. Sens.444b33, Str.7.5.8, etc.
German (Pape)
[Seite 381] ες, dem Erdharz ähnlich; voll von Erdharz, Arist. sens. 5, 25 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφαλτώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ἀσφάλτου ἢ ὅμοιος ἀσφάλτῳ, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 25, Στράβ. 316, κτλ. - Ἐπίρρ. συγκρ. ἀσφαλτοδεστέρως Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 4. σ. 191.
Spanish (DGE)
-ες
bituminoso γῆ ἀ. Str.7.5.8, cf. Polyaen.4.6.11, ὕδατα Gal.6.244, 423, 819, ref. a la bilis por su color brillante semejante al betún, Gal.19.364, 490, ποτὸν Philostr.VA 1.24.12, κόνις Philostr.Gym.56, τὸ φάρμακον D.C.36.1b2, γεῦσις Gp.5.7.3
•neutr. subst. τὰ ἀσφαλτώδη substancias bituminosas Arist.Sens.444b33.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀσφαλτώδης, -ες)
1. αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτούχος
2. αυτός που μοιάζει με άσφαλτο.
Russian (Dvoretsky)
ἀσφαλτώδης: похожий на асфальт: τὰ ἀσφαλτώδη Arst. асфальтообразные вещества.