ἀσπιδόδουπος

From LSJ
Revision as of 16:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδόδουπος Medium diacritics: ἀσπιδόδουπος Low diacritics: ασπιδόδουπος Capitals: ΑΣΠΙΔΟΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: aspidódoupos Transliteration B: aspidodoupos Transliteration C: aspidodoupos Beta Code: a)spido/doupos

English (LSJ)

ον,    A clattering with shields, Pi.I.1.23.

German (Pape)

[Seite 373] schildrauschend, δρόμος, Waffenlauf, Pind. I. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδόδουπος: -ον, ὁ διὰ τῶν ἀσπίδων ποιῶν δοῦπον, κρότον, ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις ἐν δρόμοις Πινδ. Ι. 1. 32· πρβλ. ὁπλίτης 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui retentit du bruit du bouclier.
Étymologie: ἀσπίς, δοῦπος.

English (Slater)

ἀσπῐδόδουπος
   1 with ringing shields ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις (I. 1.23)

Spanish (DGE)

(ἀσπῐδόδουπος) -ον
de escudos resonantes ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις Pi.I.1.23.

Greek Monolingual

ἀσπιδόδουπος, -ον (Α)
αυτός που προξενεί κρότο με την ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος) + δούπος «θόρυβος»].

Greek Monotonic

ἀσπῐδόδουπος: -ον, αυτός που κάνει κρότο, θορυβεί με τις ασπίδες, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδόδουπος: сопровождающийся бряцанием щитов (δρόμοι Pind.).

Middle Liddell

clattering with shields, Pind.