ἀϋτή

From LSJ
Revision as of 16:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀϋτή Medium diacritics: ἀϋτή Low diacritics: αϋτή Capitals: ΑΫΤΗ
Transliteration A: aütḗ Transliteration B: autē Transliteration C: ayti Beta Code: a)u+th/

English (LSJ)

[ῡ], ἡ, (αὔω B)    A cry, shout, esp. battle-shout, war-cry, ἀϋτὴ δ' οὐρανὸν ἷκεν Il.2.153; ἀϋτή τε πτόλεμός τε 6.328; κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Pi.N.9.35: generally, γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος A.Ch.564; of the blast of the trumpet, Id.Pers.395; of the creaking of the axle, Parm.1.6. (ἀϝῡτά IG9(1).868 (Corc.).)

German (Pape)

[Seite 396] ἡ, das Geschrei, der Ruf, bes. das Schlachtgeschrei, dah. ἀυτή τε πτόλεμός τε, ll. 6, 328; die Schlacht selbst, 11, 802 Od. 11, 3834 wie Achill πύργος ἀϋτῆς heißt, Theocr. 22, 220; der Trompete, Aesch. Pers. 387; ὀξεῖα Pind. N. 9, 35. – Falsche Lesart ἀυτή Iliad. 16, 634 ὥς τε δρυτόμων ἀνδρῶν ὀρυμαγδὸς ὀρώρει οὔρεος ἐν βήσσῃς· ἕκαθεν δέ τε γίγνετ' ἀκουή, Scholl. Didym. ἀκουή: Ἀριστοφάνης ἀυτή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀϋτή: [ῡ], ἡ, (αὔω, βοῶ, φωνάζω): ― κραυγή, βοή, φωνή, κυρίως κραυγὴ πολεμική, βοὴ μάχης, ἀλαλητός, θόρυβος, ἀϋτὴ δ᾿ οὐρανὸν ἷκεν Ἰλ. Β. 153, κτλ.· φιλεῖ δὲ ὁ Ὅμ. νὰ ἐκφέρῃ τὴν λέξιν καὶ μετ᾿ ἄλλης, ἀϋτή τε πτόλεμός τε Ἰλ. Ζ. 328, κτλ.· κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Πινδ. Ν. 9. 83· πρβλ. βοή· ἐν γένει, γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος Αἰσχύλ. Χο. 564: ― ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς σάλπιγγος, ὁ αὐτ. Πέρσ. 395: ― ἐπὶ τοῦ τριγμοῦ τοῦ ἄξονος, Παρμεν. 8 Mullach καὶ Karst. (Γράφεται ἀFυτὰ ἐν Κερκυρ. Ἐπιγρ., Ἐπιγρ. Ἑλλ. 180. 3).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
seul. sg.
1 cri retentissant ; particul. cri de guerre ; guerre, combat;
2 bruit retentissant (de la trompette).
Étymologie: ἀΰω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): ἀϝῡτά IG 9(1).868.3 (Corcira VI a.C.)

• Prosodia: [ᾰῡ-]

• Morfología: [dór. gen. -ᾶς Pi.N.9.35]
I 1grito, griterío ἀϋτὴ δ' οὐρανὸν ἷκεν οἴκαδε ἱεμένων Il.2.153, Ὀδυσσῆος ... ἀϋτή Il.11.466, τάχα δ' ἐς πόλιν ἵκετ' ἀϋτή Il.2.97, cf. Od.14.265, 17.434, κουράων ... θῆλυς ἀ. griterío femenino de unas muchachas, Od.6.122
gener. sonido de la voz γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένω A.Ch.564, ἀυτῆς πᾶν τόδ' ἐπλήσθη στέγος E.Heracl.646.
2 rugido de una pantera, Opp.H.3.391
mugido de un toro, Opp.C.2.58, 79
barrito de un elefante, Opp.C.3.542.
II 1grito de batalla οὐ γὰρ πώ σφιν ἀκούετο λαὸς ἀϋτῆς Il.4.331, μήστωρες ἀϋτῆς Il.4.328.
2 batalla, combate ἀϋτή τε πτόλεμός τε Il.6.328, δηΐων ἐν ἀϋτῇ Il.17.167, Τρώων ... ὑπεξέφυγον ... ἀϋτήν Od.11.383, ἀκόρητος ἀϋτῆς Hes.Sc.346, 433, 459, κατὰ στενόϝεσ(σ)αν ἀϝυτάν IG l.c., κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Pi.l.c.
violencia del combate Hsch.
III gener. ruido, estrépito del resonar de una trompeta σάλπιγξ δ' ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγεν A.Pers.395, del rechinar del eje de una rueda σύριγγος Parm.B 1.6.

• Etimología: Deriv. de 2 αὔω q.u.

Greek Monolingual

ἀϋτή, η (Α) [αΰω (II)]
1. φωνή, κραυγή, βοή
2. πολεμική κραυγή
3. τρίξιμο.

Russian (Dvoretsky)

ἀϋτή: дор. ἀϋτά (ῡ) ἡ
1) крик, клич Hom., Pind., Aesch.;
2) звук, рев (sc. σάλπιγγος Aesch.);
3) битва, сеча Hom., Theocr.

English (Woodhouse)

shout, flourish of trumpets

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)