ἐναρίμβροτος

From LSJ
Revision as of 18:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰρίμβροτος Medium diacritics: ἐναρίμβροτος Low diacritics: εναρίμβροτος Capitals: ΕΝΑΡΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: enarímbrotos Transliteration B: enarimbrotos Transliteration C: enarimvrotos Beta Code: e)nari/mbrotos

English (LSJ)

ον,    A man-slaying, Μέμνων Pi.P.6.30; μάχα Id.I. 8(7).57.

German (Pape)

[Seite 829] menschenmordend; Memnon Pind. Ol. 6, 30; μάχη I. 7, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰρίμβροτος: -ον, ἀνδροφόνος, Πινδ. Π. 6. 30, Ἰ. 8 (7). 114.

English (Slater)

ἐνᾰρίμβροτος, -ον
   1 man-slaying ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.30) μάχας ἐναριμβρότου (I. 8.53)

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
matador de hombres Μέμνων Pi.P.6.30, cf. Eust.356.19, μάχα Pi.I.8.53, αἰχμή Eust.243.43.

Greek Monolingual

ἐναρίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», Πίνδ.)
2. (για πολέμους ή μάχες) αυτός κατά τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», Πίνδ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνᾰρίμβροτος: убивающий людей (στράταρχος Pind.).