ἐναντιόβουλος

From LSJ
Revision as of 18:08, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐόβουλος Medium diacritics: ἐναντιόβουλος Low diacritics: εναντιόβουλος Capitals: ΕΝΑΝΤΙΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: enantióboulos Transliteration B: enantioboulos Transliteration C: enantiovoulos Beta Code: e)nantio/boulos

English (LSJ)

ον,    A of contrary purpose, Polem.Phgn.66, Vett.Val.61.28,al.

German (Pape)

[Seite 826] von entgegengesetztem Willen, Polem. Physiogn. 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιόβουλος: -ον, ὁ ἐναντίαν ἔχων βουλήν, Πολέμων Φυσιογν. 2. 12· ἀλλὰ κατὰ Σουΐδ, ἐν λέξει παλίμβολος: «δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ παλίμβουλος, ἐναντιόβουλος, ἐναντιογνώμων».

Spanish (DGE)

-ον
que se opone, de decisión contrariaεἴρων καὶ ἐ. Polem.Phgn.66, ἀνώμαλοι, ἐναντιόβουλοι, μανιώδεις Vett.Val.14.25, cf. 60.15, 70.19.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐναντιόβουλος, -ον)
1. αυτός που έχει αντίθετη θέληση, αντίθετη γνώμη
2. αυτός που μεταβάλλει γνώμη, ο παλίμβουλος.