ἐξορισμός
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ὁ, A sending beyond the frontier, ἐ. καὶ φυγή D.H.5.12; νεκρῶν Plu.2.549a; ζῴων prob. cj. in Porph.Abst.1.10.
German (Pape)
[Seite 887] ὁ, das über die Gränzen Bringen, die Verbannung, D. Hal. 5, 12 u. a. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορισμός: ὁ, τὸ ἔξω τῶν ὁρίων ἐκβάλλειν, Διον. Ἁλ 5. 12, Πλούτ. 2. 549A.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
transport au delà des frontières.
Étymologie: ἐξορίζω.
Greek Monolingual
ο (AM ἐξορισμός) εξορίζω
εξορία
μσν.
1. τόπος εξορίας
2. απουσία, έλλειψη (αγαπημένου προσώπου).
Russian (Dvoretsky)
ἐξορισμός: ὁ изгнание, выбрасывание за пределы страны (ἐξορισμοὶ νεκρῶν Plut.).