ἐπάλειμμα
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
[ᾰλ], ατος, τό, A unguent, ἐκζεμάτων Dsc.1.43.4, cf. Inscr.Prien.112.90, al. (i B.C.), Michel544.20 (Themisonium, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 897] τό, das Daraufgeschmierte, Salbe.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάλειμμα: τό, ἀλοιφή, ἐκζεμάτων ἐπάλειμα Δισκ. 1. 53, ἐν τέλει, Ἐπιγρ. Σηστοῦ, Μουσ. καὶ Βιβλ. Σμυρν. 1878, σ. 20, 22.
Greek Monolingual
το (Α ἐπάλειμμα) επαλείφω
ό,τι επαλείφεται σε μια επιφάνεια, αλοιφή, επίχρισμα (α. «επάλειμμα ασβέστη» β. «ἐκζεμάτων έπάλειμμα», Διοσκ.).