ἐφάπλωμα

From LSJ
Revision as of 22:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφάπλωμα Medium diacritics: ἐφάπλωμα Low diacritics: εφάπλωμα Capitals: ΕΦΑΠΛΩΜΑ
Transliteration A: epháplōma Transliteration B: ephaplōma Transliteration C: efaploma Beta Code: e)fa/plwma

English (LSJ)

ατος, τό,    A anything spread over, rug, cloak, Eust.1347.40.

German (Pape)

[Seite 1112] τό, das darüber Ausgebreitete, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφάπλωμα: τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον ἐπί τινος, «τοὺς τάπητας οὓς οἱ παλαιοὶ μεταβολεῖς τῶν λέξεων, ἓν πρὸς ἓν φράζοντες ἐφαπλώματα ἑρμηνεύουσιν» Εὐστ. 1347. 40, πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας: πάπλωμα.

Greek Monolingual

και πάπλωμα, το (Μ ἐφάπλωμα) εφαπλώ
καθετί που απλώνεται πάνω σε κάτι άλλο για κάλυψή του και ιδιαίτερα το κλινοσκέπασμα που είναι γεμάτο από βαμβάκι ή πούπουλα, κν. πάπλωμα.