ἔννηφιν
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
English (LSJ)
A v. ἔνος (B).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἔννηφιν: ἴδε ἐν λ. ἔνος.
Greek Monolingual
ἔννηφιν και ἔνηφιν
επικ. τ. της δοτ. ενικ. του θηλ. του επιθ. ένος, -η, -ον (Α)
την τρίτη μέρα, μεθαύριο («ἔς τ' αὔριον ἔς τ' ἔνηφιν» — και για αύριο και για μεθαύριο, Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ἔννηφιν: βλ. ἔνος.
Russian (Dvoretsky)
ἔννηφιν: эп. acc. к ἔνη.