ἰδιοφεγγής

From LSJ
Revision as of 23:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐοφεγγής Medium diacritics: ἰδιοφεγγής Low diacritics: ιδιοφεγγής Capitals: ΙΔΙΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: idiophengḗs Transliteration B: idiophengēs Transliteration C: idiofeggis Beta Code: i)diofeggh/s

English (LSJ)

ές,    A self-shining, of the moon, v.l. in Placit.2.28.4.

German (Pape)

[Seite 1237] ές, mit eigenem Lichte leuchtend, Stob. ecl. phys.1 p. 556.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιοφεγγής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ φέγγων, ἔχων ἴδιον φέγγος, ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἀντιφῶν ἰδιοφεγγῆ τὴν Σελήνην Στοβ. Ἐκλογ. 1. 556.

Greek Monolingual

ἰδιοφεγγής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιο-φεγγής, χρυσο-φεγγής