ὀλιγόκαιρος

From LSJ
Revision as of 00:04, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόκαιρος Medium diacritics: ὀλιγόκαιρος Low diacritics: ολιγόκαιρος Capitals: ΟΛΙΓΟΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: oligókairos Transliteration B: oligokairos Transliteration C: oligokairos Beta Code: o)ligo/kairos

English (LSJ)

ον,    A brooking no delay, ἰητρική Hp.Loc. Hom.44.

German (Pape)

[Seite 320] kurze Gelegenheit, schnell vorübergehende Zeit zum Wirken habend, ἰητρική, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόκαιρος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας εὐκαιρίας, ἰητρική Ἱππ. 422. 8.

Greek Monolingual

ὀλιγόκαιρος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, που δεν επιδέχεται αναβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καιρός.