ὀργιλότης
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ητος, ἡ, A irascibility, Arist.EN1108a7, Plu.2.443d.
German (Pape)
[Seite 370] ητος, ἡ, Geneigtheit zum Zorn, Jähzorn; Arist. Eth. 2, 7, der de virt. et vit. 6 dazu rechnet ἀκροχολία, πικρία, βαρυθυμία; Plut. de virt. moral. 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργῐλότης: -ητος, ἡ, ἡ πρὸς ὀργὴν διάθεσις, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 7, 10, Πλούτ. 2. 443D.
French (Bailly abrégé)
ότητος (ἡ) :
irascibilité.
Étymologie: ὀργίλος.
Greek Monotonic
ὀργῐλότης: -ητος, ἡ, ευερεθιστότητα, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὀργῐλότης: ητος ἡ раздражительность, вспыльчивость Arst., Plut.
Middle Liddell
ὀργῐλότης, ητος, ἡ,
irascibility, Arist.