ὀστοκατεάκτης

From LSJ
Revision as of 07:25, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστοκατεάκτης Medium diacritics: ὀστοκατεάκτης Low diacritics: οστοκατεάκτης Capitals: ΟΣΤΟΚΑΤΕΑΚΤΗΣ
Transliteration A: ostokateáktēs Transliteration B: ostokateaktēs Transliteration C: ostokateaktis Beta Code: o)stokatea/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A ossifrage, lammergeyer, Gloss.

Greek Monolingual

ὀστοκατεάκτης, ὁ (Α)
είδος θαλάσσιου αετού που σπάει τα οστά τών θυμάτων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κατεάσσω, άλλος τ. του κατάγνυμι «σπάω»].