ὀχλητικός
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ή, όν, A = ὀχλικός, Procl.Par.Ptol.p.218.
German (Pape)
[Seite 430] den großen Haufen, das Volk betreffend, καὶ πολιτικὰ πράγματα, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλητικός: -ή, -όν, = ἐνοχλητικός, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 3. 18.
Greek Monolingual
ὀχλητικός, -ή, -όν (Α)
οχλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλῶ μέσω αμάρτυρου ὀχλητός που μαρτυρείται στα σύνθ. σε -όχλητος (πρβλ. α-όχλητος, ανεν-όχλητος)].