ὀχθώδης

From LSJ
Revision as of 07:30, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχθώδης Medium diacritics: ὀχθώδης Low diacritics: οχθώδης Capitals: ΟΧΘΩΔΗΣ
Transliteration A: ochthṓdēs Transliteration B: ochthōdēs Transliteration C: ochthodis Beta Code: o)xqw/dhs

English (LSJ)

ες,    A mound-like, hilly, χωρία D.H.6.33; τόποι Onos. 18.    II tuberous, ἐπίφυσις Dsc.1.112, cf. Ruf. ap. Orib.8.24.30, Gal.19.132 (s.v. μυρτίδανον and s.v. πομφοί) ; τὸ τοῦ δέρματος ὀ. tubercular leprosy, Id.12.313; ὀ. ἐπαυξήσεις σαρκῶν Hierocl.p.35 A.

German (Pape)

[Seite 430] ες, wie ein Erdhügel erhoben, hügelig, D. Hal. 6, 33; mit einem Rande, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχθώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς λόφον ἢ ὕψωμα, πλήρης λόφων, χωρία Διον. Ἁλ. 6. 33· - ἀπότομος, ἀπόκρημνος, ἀπορρώξ, Διοσκ. 1. 156. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς ἐξάνθημαοἴδημα, Γαλην., κλ.

Greek Monolingual

ὀχθώδης, -ῶδες (Α) όχθος
1. ο όμοιος με λόφο ἡ ο πλήρης λόφων
2. απόκρημνος
3. αυτός που έχει προεξοχή.