ὁμόδειπνος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, A = ὁμόδαις, Poll.6.12.
German (Pape)
[Seite 333] zusammen essend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόδειπνος: -ον, = ὁμόδαις, Πολυδ. Ϛ΄, 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόδειπνος, -ον)
αυτός που δειπνεί μαζί με άλλους, ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δεῖπνον (πρβλ. ηδύ-δειπνος)].