ὑπερτερέω

From LSJ
Revision as of 08:45, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερτερέω Medium diacritics: ὑπερτερέω Low diacritics: υπερτερέω Capitals: ΥΠΕΡΤΕΡΕΩ
Transliteration A: hyperteréō Transliteration B: hypertereō Transliteration C: ypertereo Beta Code: u(pertere/w

English (LSJ)

   A surpass, ὁ θεὸς δυνάμει πάντων ὑ. Them.Or.13.170a; εἴς τι Sch.Luc.Pro Merc.Cond.12.    2 Astrol., = καθυπερτερέω, Cat.Cod.Astr.2.171.

German (Pape)

[Seite 1202] darüber sein, ein ὑπέρτερος, höher, besser sein, übertreffen, = ἐπικρατέω, S. Emp. adv. phys. 2, 82.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερτερέω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι ὑπέρτερος, ὅσον βασιλεὺς ἰδιώτου εἰς τὴν τύχην ὑπερτερεῖ Θεμίστ. 170Α· εἴς τι Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. Ὑπὲρ τῶν ἐπὶ μισθ. συνόντ. 12· - ὡσαύτως, -εύω, Ἰω. Καμενιάτου Ἅλωσις Θεσσαλονίκης τ. 324Α.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερτερέω: превосходить: ὑ. τινος Sext. брать верх над кем(чем)-л.