ῥηγμός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ, A fissure, γῆ ῥηγμῶν πλήρης PSI4.422.15 (iii B.C.). II = foreg., Hsch.
German (Pape)
[Seite 839] ὁ, = ῥηγμίν, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ῥηγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Γραμμ.
Greek Monolingual
και ῥηχμός, ὁ, Α
1. ρήγμα, χάσμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμίν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -μός].