ῥακτός

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥακτός Medium diacritics: ῥακτός Low diacritics: ρακτός Capitals: ΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: rhaktós Transliteration B: rhaktos Transliteration C: raktos Beta Code: r(akto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A broken, rugged, βούσταθμα Lyc. 92.    II Subst. -τός, ὁ, ravine, Hsch.

German (Pape)

[Seite 833] abgerissen, abschüssig, jäh, schroff, ῥακτῶν βουστάθμων, Lycophr. 92, erkl. der Schol. τραχέων.

Greek (Liddell-Scott)

ῥακτός: -ή, -όν, (ῥάσσω) τραχύς, ῥακτῶν βουστάθμων, «τραχειῶν βουστάσεων» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 92. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., «ῥακτοί· φάραγγες πέτραι, χαράδραι» Ἡσύχ..

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. (για τόπο) κρημνώδης, δύσβατος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ῥακτοί
(κατά τον Ησύχ.) «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. αορ. -ρράγ-ην) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.].

Frisk Etymological English

See also: s. ῥήγνυμι.

Frisk Etymology German

ῥακτός: {rhaktós}
See also: s. ῥήγνυμι.
Page 2,641