ῥαγόεις
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
εσσα, εν, (ῥαγή) A torn, rent, burst, δέρος Nic.Th.821.
German (Pape)
[Seite 830] εσσα, εν, aufgerissen, rissig, aufgesprungen, Nic. Ther. 821.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰγόεις: εσσα, εν, (ῥαγὴ) διερρωγώς, ῥαγόεν δέρος, τὸ διερρωγός, Νικ. Θηρ. 821.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α ῥάγος
αυτός που είναι γεμάτος ρήγματα, γεμάτος ρωγμές.