κυνόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 13:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόγλωσσος Medium diacritics: κυνόγλωσσος Low diacritics: κυνόγλωσσος Capitals: ΚΥΝΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: kynóglōssos Transliteration B: kynoglōssos Transliteration C: kynoglossos Beta Code: kuno/glwssos

English (LSJ)

ον, A dog-tongued: hence 1 κυνόγλωσσος, ὁ, kind of fish, Epich. 44. 2 hound's tongue, Cynoglossum Columnae, Nic.Fr.71:—also κῠνό-γλωσσον, τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.

Greek (Liddell-Scott)

κυνόγλωσσος: -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», βοτάνη τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129.

Greek Monolingual

-η, -ό (Α κυνόγλωσσος, -ον)
1. αυτός που έχει γλώσσα όμοια με τη γλώσσα του σκύλου
2. το ουδ. ως ουσ. το κυνόγλωσσο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια βοραγινίδες
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.κυνόγλωσσος
α) είδος ψαριού
β) το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. θεό-γλωσσος, κακό-γλωσσος].