στεπτήριος

From LSJ
Revision as of 09:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεπτήριος Medium diacritics: στεπτήριος Low diacritics: στεπτήριος Capitals: ΣΤΕΠΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: steptḗrios Transliteration B: steptērios Transliteration C: steptirios Beta Code: stepth/rios

English (LSJ)

ον, A of or for crowning, τὰ σ.,= στέμματα, Hsch.: Στεπτήριον, τό, a festival at Delphi, Plu.2.293c.

German (Pape)

[Seite 936] zum Bekränzen gehörig; τὰ στεπτήρια, = στέμματα, Hesych. Vgl. σεπτήριος.

Greek (Liddell-Scott)

στεπτήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέψιν, τὰ στεπτήρια = στέμματα, «ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη
2. αυτός που αρμόζει σε στέψη
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριον
γιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση της επανόδου του Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε καταφύγει για να εξαγνιστεί μετά από τον φόνο του Πύθωνος
4. (κατά τον Ησύχ.) «στεπτήρια
στέμματα ἃ οἱ ἱκέται ἐκ τῶν κλαδίων ἐξῆπτον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θρεπ-τήριος)].