τριώροφος

From LSJ
Revision as of 13:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐώροφος Medium diacritics: τριώροφος Low diacritics: τριώροφος Capitals: ΤΡΙΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: triṓrophos Transliteration B: triōrophos Transliteration C: triorofos Beta Code: triw/rofos

English (LSJ)

ον, (ὄροφος) A of three stories or floors, Hdt.1.180 (v.l. -ορ-), LXX Ge.6.16; οἰκίαι Aristid. Or.27(16).20; οἰκήματα Ph.2.143; πύργοι J.AJ13.8.2. II τὸ τ., = τρίστεγον, third story, LXX 3 Ki.6.13(8), in pl. τρῐ-ώρῠγος, ον, (ὄργυια) of three fathoms, restored in X.Cyr.6.1.52 by L. Dind. from the best codd. (which have τριώρων or τριώρυον), others having τριόργυ (ι) ον: cf. διώρυγος, πεντώρυγος.

Greek (Liddell-Scott)

τριώροφος: -ον, (ὄροφος) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὀροφῶν ἢ πατωμάτων, Ἡρόδ. 1. 180, Ἑβδ. (Γεν. ϛʹ, 16)· ἐπὶ πλοίου, Ἀριστείδ. 1. 240. ΙΙ. τὸ τρ. = τρίστεγον, τὸ τρίτον πάτωμα, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ϛʹ, 8).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois étages.
Étymologie: τρεῖς, ὄροφος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τριώροφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις ορόφους, τρία πατώματα (α. «τριώροφη κατοικία» γ. «ἄστυ... πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριώροφο
σπίτι με τρία πατώματα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίτο πάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. τετρα-ώροφος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τριώροφος: -ον (ὄροφος), αυτός που αποτελείται από τρεις ορόφους ή πατώματα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐώροφος: трехярусный, трехэтажный (οἰκία Her.).

Middle Liddell

τρι-ώροφος, ον, ὄροφος
of three stories or floors, Hdt.

English (Woodhouse)

with three storeys

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)