προδότις

From LSJ
Revision as of 21:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδότις Medium diacritics: προδότις Low diacritics: προδότις Capitals: ΠΡΟΔΟΤΙΣ
Transliteration A: prodótis Transliteration B: prodotis Transliteration C: prodotis Beta Code: prodo/tis

English (LSJ)

ιδος, fem. of προδότης, A betrayer, E.Hel.834, 1148(lyr.), Ar.Th.393, Com.Adesp. 595; γῆς, φίλων, E.Med.1332, Hel.931.

German (Pape)

[Seite 717] ιδος, ἡ, tem. von προδότης, Verrätherinn; Eur. Med. 1332 u. öfter; προδότιδες, Ar. Thesm. 393; Anacr. 57, 20.

Greek (Liddell-Scott)

προδότις: -ιδος, θηλ. τοῦ προδότης, ἡ προδίδουσα, Εὐρ. Μήδ. 1332, Ἑλ. 834, 951, 1148, Ἀριστοφ. Θεσμ. 593.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de προδότης.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
βλ. προδότης.

Greek Monotonic

προδότις: -ιδος, θηλ. του προδότης, προδότρια, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προδότις -ιδος, ἡ [προδίδωμι] verraadster:. πατρός τε καὶ γῆς π. verraadster van vader en vaderland Eur. Med. 1332.

Russian (Dvoretsky)

προδότις: ῐδος ἡ изменница, предательница Eur., Arph.

Middle Liddell

προδότις, ιδος, [fem. of προδότης
a traitress, Eur.